ομόφωνος

ομόφωνος
-η, -ο (ΑΜ ὁμόφωνος, -ον)
1. αυτός που μιλά την ίδια γλώσσα με άλλον, ομόγλωσσος («τοὺς Μεσσηνίους οἰκείους ὄντας αὐτῷ τὸ ἀρχαῑον καὶ ὁμοφώνους τοῑς Λακεδαιμονίοις», Θουκ.)
2. μουσ. αυτός που βρίσκεται στον ίδιο μουσικό τόνο με άλλον
νεοελλ.
1. αυτός που έχει την ίδια γνώμη με άλλον, ομόγνωμος, σύμφωνος
2. αυτός που εκφράζεται ή γίνεται με σύμφωνη γνώμη όλων («ομόφωνη απόφαση»)
αρχ.
1. αυτός που λέγεται ή τραγουδιέται από πολλούς με όμοια φωνή
2. γραμμ. (για λέξη) αυτός που έχει τον ίδιο τύπο.
επίρρ...
ομοφώνως και ομόφωνα (ΑΜ ὁμοφώνως)
με σύμφωνη γνώμη, με ομοφωνία
αρχ.
με το ίδιο όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό-φωνος, πολύ-φωνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὁμόφωνος — speaking the same language with masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομόφωνος — η, ο 1. ο όμοιος στη φωνή, τον τόνο, το τραγούδι. 2. σύμφωνος, απ όλους παραδεχτός: Ομόφωνη απόφαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁμοφώνως — ὁμόφωνος speaking the same language with adverbial ὁμόφωνος speaking the same language with masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόφωνον — ὁμόφωνος speaking the same language with masc/fem acc sg ὁμόφωνος speaking the same language with neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοφώνοις — ὁμόφωνος speaking the same language with masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοφώνου — ὁμόφωνος speaking the same language with masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοφώνους — ὁμόφωνος speaking the same language with masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοφώνων — ὁμόφωνος speaking the same language with masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοφώνῳ — ὁμόφωνος speaking the same language with masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόφωνα — ὁμόφωνος speaking the same language with neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”